- ἐπαποστέλλων
- ἐπί-ἀποστέλλωsend offpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαποστέλλω — ἐπαποστέλλω (Α) 1. αποστέλλω κατόπιν, στέλνω μετά από άλλον («ἐπαποστεῑλαι στρατηγὸν ἕτερον», Πολ.) 2. στέλνω εναντίον κάποιου («ἐνίους δ ἐπί τῶν ἀγρῶν... ἐπαποστέλλων ἐδολοφόνησε», Πολ.) … Dictionary of Greek